σκορδινῶμαι

σκορδινῶμαι
σκορδινάομαι
stretch one's limbs
pres subj mp 1st sg (attic epic ionic)
σκορδινάομαι
stretch one's limbs
pres ind mp 1st sg
σκορδινάομαι
stretch one's limbs
pres subj mp 1st sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για …   Dictionary of Greek

  • σκορδίνημα — και κορδίνημα, τὸ, Α [σκορδινῶμαι] η κατάσταση τού σκορδινῶμαι*, το τέντωμα τών άκρων τού σώματος …   Dictionary of Greek

  • σκορδάζειν — Α (κατά τον Ησύχ.) «σπᾱσθαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορδινῶμαι) …   Dictionary of Greek

  • σκορδινησμός — και σκορδινισμός, ὁ, Α το σκορδίνημα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορδινῶμαι, κατά τα αρσ. σε σμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”